Εγώ, χαμογελαστός

Στο στόμα του λύκου

Σούρουπο και πας για καφεδάκι με τους φίλους σου. Ίσως να θες και να είσαι «διαθέσιμος» στα κορίτσια, οπότε προσέχεις ντύσιμο, μαλλί και «πατούμενο». Λούζεσαι στο άρωμα, κορδώνεσαι περήφανα κι αρχίζεις την τσάρκα σου, σκανάροντας με το βλέμμα σου αν σε κοιτούν όλες ή καμία. Κάνεις εντυπωσιακή είσοδο στο μαγαζί και όλες μιλούν για σένα. Τα κατάφερες, ρε μάγκα! «Σταμπάρεις» ένα «γκομενάκι» στην άλλη άκρη του μαγαζιού και περιμένεις πότε θα σου δοθεί η ευκαιρία να κάνεις την «κίνηση». Φουσκώνεις, ξεφουσκώνεις, λαχανιάζεις και ιδρώνεις. Διστάζεις, αλλά δεν πειράζει.

Βρίσκεις τη δύναμη να κάνεις το «μπάσιμο», οι φίλοι σου αρχίζουν τα πειράγματα κι εκεί που πας να σηκωθείς από το κάθισμα όλο αυτοπεποίθηση, σε πλησιάζει μια μανούλα σκέτο «μανούλι» που κάνει και αυτή τη δική της «κίνηση». Δεν είναι το «γκομενάκι» που είχες βάλει στο μάτι, αλλά δεν πειράζει, σε ιντριγκάρει η όλη «φάση», γιατί νιώθεις ξεχωριστός. Εξάλλου σε διάλεξε και σε κάνει να νιώθεις όμορφα. Δεν έχεις εμπειρία από τέτοια «κόλπα», αλλά η «γριά κότα» είναι άνετη και γνωρίζει τι κάνει. Αρχικά τρομάζεις και απορρίπτεις όποια ιδέα μπαίνει στο μυαλό σου για περιπέτεια.

Φεύγεις, πηγαίνεις σπίτι σου, ξαπλώνεις στο κρεβάτι και το σκέφτεσαι μέχρι το ξημέρωμα. Δεν κλείνεις μάτι. Την επόμενη ημέρα οι φίλοι σου γελάνε και ξεστομίζουν διάφορες περιπαικτικές ατάκες πριν αρχίσουν να μιλούν σοβαρά για την ερωτική εμπειρία της «μανούλας» και πόσο ανόητος ήσουν που απέρριψες μια τέτοια εμπειρία ζωής. Μετά το τέλος μιας μακρόσυρτης κι εντελώς άσκοπης συζήτησης με το παρεάκι σου, κανονίζετε να πάτε να παίξετε μπαλίτσα στο γηπεδάκι πιο κάτω.

Χαλαρός, βάζεις τα αθλητικά σου, βρωμοκοπάς ακόμα από το χθεσινό άρωμα, αλλά δε σε απασχολεί ιδιαίτερα. Δεν πας και «γκομενότσαρκα»! Μόλις φτάνεις στο γήπεδο, βλέπεις το «μανουλομάνουλο» στις κερκίδες. Ντρέπεσαι, αγχώνεσαι και το μυαλό σου κάνει εικόνες με ερωτικές περιπλέξεις που δεν είχες φανταστεί ότι μπορεί ποτέ να ζήσεις. Φυσικά διστάζεις να πεις το οτιδήποτε και δεν κοιτάζεις τις κερκίδες ούτε καν όταν έρχεται το «γκομενάκι» της καφετέριας. Στο τέλος του παιχνιδιού, φεύγεις με σκυμμένο το κεφάλι μέχρι που η «μανούλα», το «μανούλι», σου σφίγγει τα οπίσθια και σου λέει ψιθυριστά «θέλω να σε…». Μέσα στη χυδαιότητα, κοκκινίζεις από αμηχανία, αλλά το άτιμο σφρίγος της νιότης κάνει το σώμα σου να ανταποκρίνεται ενστικτωδώς.

Οι μέρες περνούν και κάθε μέρα η «τύπισσα» σε διεκδικεί. Έχεις συνηθίσει στην ιδέα πια και δεν κοιτάς άλλο τα «γκομενάκια». Ίσα-ίσα σκέφτεσαι πιο έντονα πώς θα ήταν να ενδώσεις στις προκλήσεις και τα υπονοούμενα, αλλά είσαι μικρός ακόμα για τέτοια. Σκέφτεσαι ότι δε μπορείς να συμβουλευτείς κανέναν, γιατί τι θα πει ο κόσμος για έναν δεκατριάχρονο που τη «βρίσκει» με μια πενηντάρα. Οι γονείς σου θα σε αποτρέψουν σίγουρα, γιατί είναι λάθος και το ξέρεις, αλλά εσύ «καίγεσαι» από πάθος και πώς θα σβήσεις τώρα τις ιδέες που «φυτεύτηκαν» στο μυαλό σου και δε σε αφήνουν να συγκεντρωθείς πουθενά.

Η πενηντάρα όμως, σε αντίθεση με σένα, δε γεννήθηκε χθες. Γνωρίζει καλά όσα βιώνεις, σε πολιορκεί καθημερινά, ακόμα και στο διαδίκτυο, και μόλις βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία χυμάει σαν το λύκο να σε κατασπαράξει. Κι αφού το κάνει, γλύφει τα δάχτυλα του, όσο εσύ τρέμεις σαν το θήραμα. Έπεσες στο στόμα του λύκου και δεν ήταν αυτό που περίμενες. Δε φταις όμως εσύ που γεννήθηκες ένα αθώο προβατάκι. Αυτό το γνωρίζουμε όλοι μας. Σου το υπόσχομαι.

Γλυκό μου αγοράκι, τι σου ´μελε να πάθεις! Ή κοριτσάκι…