
Αδιέξοδο
Λησμονούσα τη μέρα,
το φεγγαρόφως γινόταν οδηγητής
μιας ατέρμονης επιθυμίας
να σε συναντώ
καθημερνά σ' εκείνο τ' ανήλιαγο στενό.
Κρυφά και σιωπηλά,
κάθε φιλί ιδρώτας που 'καιγε τον λαιμό μου
ξέπλενε τις τύψεις
που 'λουζαν με φωτιά
το βρώμικο μυαλό μου.
Σώπα αχρεία κι άκουσε με τον ελεεινό.
Σ' αγαπώ.